Διαβάζοντας την Γιασμίνα Χάντρα, που δεν είναι η Γιασμίνα, αλλά το γυναικείο ψευδώνυμο του Μοχάμεντ Μουλεσεχούλ, ταξιδεύεις στις χώρες της απόλυτης συμφοράς.
Στα «Χελιδόνια της Καμπούλ», το τραγικό Αφγανιστάν. Άνθρωποι συντριμμένοι από τους φανατικούς Ταλιπάν σε ένα κόσμο χωρίς ελπίδα, χωρίς όνειρα για το αύριο.
«Κανένας δεν πιστεύει στο θαύμα της βροχής, στη μαγεία της άνοιξης, ακόμα λιγότερο στην αυγή ενός ήπιου αύριο.»
Η Ζαϊρά, «τριάντα δύο χρονών, μία δικαστίνα που ο σκοταδισμός της στέρησε τη δουλειά δίχως αποζημίωση ή δίκη». Ο μόνος λόγος, το φύλο της. Σήμερα δεν μπορεί να βγει στο δρόμο, χωρίς να κρύψει το πρόσωπό της. Οπως, η ίδια μας λέει, «με αυτό το καταραμένο πέπλο, δεν είμαι ούτε άνθρωπος ούτε ζώο, μονάχα κάτι προσβλητικό ή επονείδιστο που πρέπει να το κρύβουμε σαν αναπηρία.»
Πόσο εξευτελισμό μπορεί να αντέξει ο άνθρωπος;
Πόσο;
Φαίνεται ότι τα περιθώρια είναι μεγάλα, εκεί που η ζωή δεν έχει καμία αξία.
Στο τρομοκρατικό χτύπημα, το Ισραήλ και η Παλαιστίνη,
έτσι όπως ο ένας βλέπει τον άλλο, με αφορμή ενός τρομοκρατικού κτυπήματος.
Η Γιασμίνα Χάντρα, αφήνει τον αναγνώστη να ερμηνεύσει τα γεγονότα. Φεύγει από το πολιτισμένο Ισραήλ και μεταφέρεται στην Παλαιστίνη, εκεί που ο θρησκευτικός φανατισμός σου παίρνει το μυαλό.
Αλλά ποιος είναι τελικά ο πιο βάρβαρος, ο τρομοκράτης ισλαμιστής
ή ο άλλος;
Θεωρώ, ότι διαβάζοντας τα δύο αυτά βιβλία, έχει κάνει κανείς ένα μικρό βήμα για να καταλάβει λίγο περισσότερο τον σημερινό πολιτισμένο κόσμο που ζούμε