Ο Αστυάγης, βασιλιάς των Μήδων, απόχτησε μια θυγατέρα που της έδωσε το όνομα Μανδάνη. Είδε στον ύπνο του ο Αστυάγης πως η κόρη του κατούρησε τόσο πολύ, ώστε πλημμύρισε την Ασία ολόκληρη. Το όνειρό του το εμπιστεύτηκε σε ονειροκρίτες μάγους, και φοβήθηκε, όταν έμαθε τί ακριβώς σήμαινε. Όταν πια η Μανδάνη έγινε κορίτσι της παντρειάς, δεν την δίνει γυναίκα σε κανένα από τους Μήδους της τάξης του, επειδή φοβόταν το όνειρο· αλλά τη δίνει σε κάποιον Πέρση —Καμβύσης ήταν το όνομά του—, που ρώτησε και έμαθε πως είναι από καλό σπίτι, ήσυχος άνθρωπος, και που τον έβρισκε κατώτερο από έναν Μήδο δεύτερης σειράς.
Ζούσανε παντρεμένοι ο Καμβύσης και η Μανδάνη, όταν ο Αστυάγης, στον πρώτο χρόνο του γάμου τους, είδε ένα άλλο όνειρο: του φάνηκε ότι από το αιδοίο της κόρης του φύτρωσε ένα κλήμα, κι αυτό το κλήμα άπλωσε πάνω σ᾽ όλη την Ασία. [1.108.2] Μετά από αυτό το όνειρο που είδε και που το εμπιστεύθηκε στους ονειροκρίτες, έστειλε κι έφερε από την Περσία την κόρη του που ήταν ετοιμόγεννη· κι όταν έφτασε, την φρουρούσε, έχοντας σκοπό να σκοτώσει το παιδί που θα γεννιόταν από αυτή. Γιατί οι ονειροκρίτες μάγοι τού είχαν εξηγήσει ότι το όνειρό του σημαίνει πως μέλλει στη θέση του να βασιλεύσει ο γιος της κόρης του. [1.108.3] Γι᾽ αυτόν λοιπόν το λόγο ο Αστυάγης είχε πάρει τα μέτρα του, και μόλις γεννήθηκε ο Κύρος φώναξε τον Άρπαγο —άνθρωπο δικό του, πολύ έμπιστό του ανάμεσα στους Μήδους, που του ανέθετε όλες του τις υποθέσεις— και του έλεγε τα εξής: [1.108.4] «Άρπαγε, το πράγμα που θα σου εμπιστευθώ, καθόλου μην το αμελήσεις, μήτε να προσπαθήσεις να με ξεγελάσεις θέλοντας να εξυπηρετήσεις άλλους, κι ύστερα πέσεις ο ίδιος στην παγίδα που έστησες. Πάρε το αγόρι που γέννησε η Μανδάνη, πήγαινέ το σπίτι σου και σκότωσέ το· ύστερα θάψε το με όποιον τρόπο θέλεις». [1.108.5] Κι εκείνος απαντά: «Βασιλιά μου, ποτέ άλλοτε ώς τώρα δεν είδες σ᾽ αυτόν που σου μιλά κάτι που να σε δυσαρέστησε, κι έχουμε βέβαια το νου μας και στο μέλλον να μην κάνουμε κανένα σφάλμα εις βάρος σου. Κι αν έτσι αγαπάς να γίνει το πράγμα, πρέπει από μέρους μου να σε εξυπηρετήσω ανάλογα».
[1.109.1] Ύστερα από την απάντηση αυτή, ο Άρπαγος, ευθύς ως του παρέδωσαν το παιδί στολισμένο με τα στολίδια του θανάτου, τράβηξε κλαίοντας για το σπίτι του.
Ο Αρπαγος, πες γιατί λυπήθηκε το παιδί, πες γιατί φοβήθηκε για το μέλλον παρέδωσε το παιδί σε έναν βοσκό του Αστυάγη, με εντολή να το θανατώσει.
Όπως ίσως θα ξέρετε , ο βοσκός το κράτησε και έδωσε στα όρνια το δικό του παιδί, που γεννήθηκε πεθαμένο.
Σε ηλικία 10 χρονών ο παππούς Αστυάγης ανακάλυψε ότι ο εγγονός του δεν είχε θανατωθεί, αλλά ζούσε.
Έδειξε λοιπόν ευχαριστημένος που ο εγγονός του ζει και κάλεσε τον Άρπαγο στο παλάτι για φαγητό.
Ο Αρπαγος χαρούμενος για την έκβαση των γεγονότων στέλνει στο παλάτι, πριν από το γεύμα τον 14-χρονο γιό του, για να βοηθήσει στις δουλειές
|
King Astyages commands Harpagos to take the infant Cyrus and slay him, tapestry by Jan Moy (1535-1550).
|
Ο Αστυάγης όμως, μόλις ο γιος του Άρπαγου έφτασε στο παλάτι, τον έσφαξε, κομμάτιασε τα μέλη του, κι αφού άλλα τα έψησε κι άλλα τα έβρασε, τα ετοίμασε και περίμενε.
[1.119.4] Όταν έφτασε η ώρα του δείπνου και ήρθαν και οι άλλοι καλεσμένοι και ο Άρπαγος, μπροστά στους άλλους στρώθηκαν τραπέζια γεμάτα από αρνίσια κρέατα· όμως στον Άρπαγο μπροστά τα μέλη του παιδιού του· εκτός από το κεφάλι και τις άκρες των χεριών και των ποδιών, όλα τα άλλα· αυτά βρίσκονταν χωριστά, καλοσκεπασμένα μέσα σ᾽ ένα πανέρι. [1.119.5] Όταν πια ήταν φανερό ότι ο Άρπαγος είχε καλά χορτάσει, τον ρώτησε ο Αστυάγης αν νοστιμεύτηκε με το φαγητό. Ο Άρπαγος ομολόγησε πως ναι, ευχαριστήθηκε πολύ — και τότε έφεραν αυτοί που είχαν οριστεί το κεφάλι του παιδιού, σκεπασμένο καλά, και τα χέρια και τα πόδια. Στάθηκαν στον Άρπαγο μπροστά και τον καλούσαν να τα ξεσκεπάσει και να πάρει ό,τι θέλει. [1.119.6] Υπάκουσε ο Άρπαγος και ξεσκεπάζοντάς τα βλέπει τα απομεινάρια του παιδιού του. Μπροστά σ᾽ αυτό το θέαμα δεν έδειξε την ταραχή του αλλά αυτοκυριαρχήθηκε. Ο Αστυάγης τον ρώτησε αν τώρα καταλάβαινε ποιανού αγριμιού το κρέας είχε φάει. [1.119.7] Κι αυτός αποκρίθηκε πως ναι, καταλαβαίνει κι είναι καλόδεχτο το καθετί που κάνει ο βασιλιάς. Ύστερα από την απάντησή του αυτή, πήρε ό,τι είχε απομείνει από τα κρέατα και πήγε σπίτι του. Εκεί, πιστεύω, είχε σκοπό να τα μαζέψει όλα και να τα θάψει.
Ηρόδοτος, Κλειώ