Από φίλη εκπαιδευτικό πήρα ένα μέϊλ, στο οποίο παρομοιάζει την σημερινή ελληνική κρίση με τα Κερκυραϊκά κατά την περίοδο του Μεγάλου Εμφυλίου, αυτού που τερμάτισε τελικώς το Αθηναϊκό Θαύμα.
Κατά την δική μου ωστόσο άποψη, με τα Κερκυραϊκά μπορεί κανείς να συγκρίνει τα σημερινά τεκταινόμενα της Συρίας, η οποία έχει οδηγηθεί σε ένα ανελέητο εμφύλιο, όχι από τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής μας, αλλά από την μια υπερδύναμη, τις ΗΠΑ και τους «συνοδοιπόρους» της Σιωνιστές Ισραηλίτες.
Παρακάτω το μέϊλ και λίγο παρακάτω το κείμενο της φιλολόγου Καίτης Βασιλάκου.
Αν απορούμε, πώς υπάρχει πιθανότητα να εξελιχθεί η σημερινή κατάσταση στην χώρα μας, όπου μεγάλα συμφέροντα κάθε είδους και προέλευσης βρήκαν ψαχνό (χρυσό, φυσικό αέριο, πετρέλαιο), την στιγμή που "δυστυχώς" αυτή η χώρα κατοικείται από Έλληνες, οι οποίοι έχουν την παράλογη απαίτηση να την θέλουν ανεξάρτητη κι ελεύθερη, η ιστορία, που έχει την κακή συνήθεια να επαναλαμβάνεται, μάς έχει δώσει ένα ακραίο και απολύτως απευκταίο παράδειγμα μέσα στο Γ' βιβλίο των Ιστοριών του Θουκυδίδη, παράγραφοι 70-82, τα γνωστά και ως "Κερκυραϊκά", τα οποία παρεμπιπτόντως αποτελούν και διδακτέα ύλη της Α΄Λυκείου. Δεδομένης μάλιστα της ανόδου της ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ και του ύποπτου ρόλου της, αφού προκαλεί με ασύνετες ενέργειες τους μουσουλμανικής καταγωγής μετανάστες λαθρό ή μη στην χώρα μας, της πόλωσης που δημιουργείται ανάμεσα στους υποστηρικτές του ευρώ κι εκείνους της επιστροφής στην δραχμή και του γεγονότος πως εντελώς πρόσφατα και ξαφνικά ιδρύεται υπερεθνικό παρατηρητήριο κρίσης από το γνωστό ανθελληνικό αμερικανοισραηλινής προέλευσης ΕΛΙΑΜΕΠ, δημιουργούνται στο μυαλό συνειρμοί που θυμίζουν ανατριχιαστικά την ωμή παρέμβαση των Αθηναίων και των Λακεδαιμονίων στα εσωτερικά της Κέρκυρας, η οποία, αν και ήταν η τρίτη ισχυρότερη ναυτική δύναμη της εποχή της, δεν ήθελε να λάβει μέρος στον Πελοποννησιακό Πόλεμο υπερ κανενός από τους δύο μεγάλους αντιπάλους. Το κείμενο που ακολουθεί προέρχεται από το blog της Καίτης Βασιλάκου: http://ketivasilakou.blogspot.gr/
Τα Κερκυραϊκά (ή πώς μπορούμε οι Έλληνες να αλληλοεξοντωθούμε)
Με τον όρο «Κερκυραϊκά» εννοούμε τις πολιτικές αναστατώσεις και τον εμφύλιο πόλεμο που ξέσπασε στην Κέρκυρα κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Πολλές θηριωδίες είχε αυτός ο πόλεμος –όπως άλλωστε όλοι οι πόλεμοι- τις οποίες ο Θουκυδίδης εξιστορεί με τη γνωστή βαρύθυμη ψυχραιμία του. Στα Κερκυραϊκά ωστόσο φαίνεται να ραγίζει κάπως αυτή η ψυχραιμία, γιατί ο ιστορικός αφήνεται να καταγράψει κάποιες απαισιόδοξες σκέψεις του, αυτές που οι φιλόλογοι θα χαρακτηρίσουν αργότερα ως «Παθολογία του πολέμου».(Βλ. σχετικό άρθρο "Η παθολογία του πολέμου", 17/10/11).
Εδώ λοιπόν θα δούμε πώς επεμβαίνουν στα εσωτερικά του νησιού οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής, οι Αθηναίοι και οι Λακεδαιμόνιοι (μαζί με τους ισχυρούς συμμάχους τους Κορίνθιους), πώς τα δύο κόμματα του νησιού, το δημοκρατικό και το ολιγαρχικό, έρχονται σε λυσσαλέα σύγκρουση μεταξύ τους με τις πλάτες του ισχυρού συμμάχου του το καθένα και πώς μετά από αλλεπάλληλες μεταπτώσεις της εξουσίας από το ένα κόμμα στο άλλο η αντιπαράθεση καταλήγει σε γενική σφαγή.
Η Κέρκυρα δεν συμμετέχει στον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Επειδή υπήρξαν παλιότερα κάποιες προστριβές με τη μητρόπολή της Κόρινθο, έχει συνάψει επιμαχία με την Αθήνα, μια δηλαδή αμυντική συμμαχία σε περίπτωση που κάποιος κάνει επίθεση στο νησί.
Διακόσιοι πενήντα Κερκυραίοι που είχαν συλληφθεί από τους Κορίνθιους παλιότερα, αφήνονται κάποια στιγμή ελεύθεροι να επιστρέψουν στο νησί τους με εγγύηση οχτακοσίων ταλάντων. Η εγγύηση ήταν για τα μάτια του κόσμου. Στην πραγματικότητα αυτοί οι Κερκυραίοι είχαν συνεννοηθεί με τους Κορίνθιους να φέρουν την Κέρκυρα στην Πελοποννησιακή Συμμαχία. Γυρίζοντας λοιπόν στο νησί έπιαναν χωριστά έναν- έναν Κερκυραίο και τον κουβέντιαζαν πώς να αποστατήσει η πόλη από τους Αθηναίους.
Τα αιματηρά γεγονότα ξεκινούν το 427 π Χ .
Ένα αθηναϊκό κι ένα κορινθιακό πλοίο με πρέσβεις καταπλέουν στο νησί και αρχίζουν οι συζητήσεις. Οι Κερκυραίοι επιλέγουν τελικά τη μέση οδό, να διατηρηθεί δηλαδή η επιμαχία με τους Αθηναίους και συγχρόνως να είναι φίλοι των Πελοποννησίων. Η απόφαση αυτή δεν αρέσει καθόλου στους ολιγαρχικούς Κερκυραίους.
Στην Κέρκυρα πρόξενος των Αθηναίων ήταν τότε ο Πειθίας, αρχηγός του δημοκρατικού κόμματος. Αυτοί οι διακόσιοι πενήντα που είχαν αφεθεί ελεύθεροι από τους Κορίνθιους τον καταγγέλλουν ότι θέλει να υποδουλώσει το νησί στους Αθηναίους. Ο Πειθίας παραπέμπεται σε δίκη και αθωώνεται. Με τη σειρά του καταγγέλλει πέντε αντιπάλους του, από τους πλουσιότερους ολιγαρχικούς, ότι έκοβαν πασσάλους από το τέμενος του Δία και του Αλκίνου, για να τους χρησιμοποιήσουν στα αμπέλια τους. Η πράξη αυτή εθεωρείτο ιεροσυλία και επέσυρε το πρόστιμο ενός στατήρα για κάθε πάσσαλο. Οι πέντε ολιγαρχικοί καταδικάζονται να πληρώσουν ένα μεγάλο ποσό, εφόσον έκοβαν πασσάλους για πολλά χρόνια και για να πετύχουν την καταβολή του σε δόσεις, καταφεύγουν ικέτες στους ναούς. Ο Πειθίας όμως πείθει τη βουλή να εφαρμόσει το νόμο.
Εκείνοι για να αποφύγουν να πληρώσουν, αλλά και επειδή είχαν πληροφορίες ότι με εισήγηση του Πειθία οι Κερκυραίοι θα έκαναν πλήρη συμμαχία με τους Αθηναίους, πήραν τα όπλα, μπήκαν απροειδοποίητα μέσα στη βουλή και σκότωσαν τον Πειθία και άλλους εξήντα περίπου βουλευτές και ιδιώτες. Με σημερινούς όρους οι ολιγαρχικοί έκαναν πραξικόπημα και έχουμε ήδη τους πρώτους νεκρούς, εξήντα βουλευτές και απλούς πολίτες του δημοκρατικού κόμματος.
Μετά τη σφαγή κάλεσαν σε συνέλευση τους Κερκυραίους και τους εξήγησαν πως ό,τι έγινε, ήταν προς το συμφέρον της πόλης. Διέλυσαν την επιμαχία με τους Αθηναίους, κήρυξαν την ουδετερότητα του νησιού και εξανάγκασαν τους πολίτες να επικυρώσουν τις αποφάσεις τους.
Εν τω μεταξύ στην Κέρκυρα κατέφθασε ένα κορινθιακό πλοίο με πρέσβεις των Λακεδαιμονίων, οι οποίοι ενημέρωσαν τους ολιγαρχικούς ότι έρχεται ναυτική βοήθεια στο νησί. Οι ολιγαρχικοί που ήταν τώρα στην εξουσία, πήραν αέρα και επιτέθηκαν κατά των δημοκρατικών. Στη μάχη που ακολούθησε, νίκησαν οι ολιγαρχικοί.
Την επομένη γίνεται πάλι μάχη και αυτή τη φορά νικούν οι δημοκρατικοί. Λίγο πριν νυχτώσει, οι ολιγαρχικοί εγκαταλείπουν τις θέσεις τους από φόβο ότι οι δημοκρατικοί θα τους εξοντώσουν όλους. Προηγουμένως έβαλαν φωτιά στην αγορά, στις κατοικίες και τα άλλα κτίσματα που υπήρχαν εκεί γύρω, έκαψαν ακόμα και τα δικά τους σπίτια, ώστε να δημιουργήσουν μια ασφαλή ζώνη γύρω τους. Έτσι κάηκαν πολλά εμπορεύματα και κινδύνεψε να καταστραφεί ολόκληρη η πόλη. Το κορινθιακό πλοίο φεύγει κρυφά.
Τώρα στα πράγματα βρίσκονται πάλι οι δημοκρατικοί.
Την άλλη μέρα έρχεται στο νησί για ενίσχυση των δημοκρατικών ο αθηναίος στρατηγός Νικόστρατος με δώδεκα πλοία και πεντακόσιους Μεσσήνιους οπλίτες. Επειδή τα πνεύματα ήταν πολύ οξυμμένα, ο Νικόστρατος προσπαθεί να συμβιβάσει τις δυο πλευρές. Οι ολιγαρχικοί που βρίσκονται σε μειονεκτική θέση, αναγκάζονται τελικά να υποχωρήσουν. Δέχονται να εισαχθούν σε δίκη οι δέκα πρωταίτιοι ολιγαρχικοί– που όμως δραπέτευσαν εν τω μεταξύ – και να συναφθεί πλήρης πλέον συμμαχία με την Αθήνα.
Τα πράγματα δείχνουν να ηρεμούν, οι δημοκρατικοί έχουν πάρει την εξουσία με τη βοήθεια των Αθηναίων και η Κέρκυρα ανήκει πλέον κανονικά στην Αθηναϊκή Συμμαχία. Ο Νικόστρατος ετοιμάζεται να αποπλεύσει, αφού κατάφερε να διευθετήσει την κατάσταση σύμφωνα με τα συμφέροντα της Αθήνας.
Οι δημοκρατικοί Κερκυραίοι όμως θέλουν να απαλλαγούν από μερικούς επικίνδυνους ολιγαρχικούς. Προτείνουν στο Νικόστρατο να αφήσει εκεί πέντε αθηναϊκά πλοία, για να μη μπορούν οι ολιγαρχικοί να κινηθούν ύποπτα και στη θέση τους να στείλουν εκείνοι πέντε κερκυραϊκά. Ο Νικόστρατος δέχεται και τότε οι δημοκρατικοί καλούν τους πολιτικούς τους αντιπάλους να μπουν ως πλήρωμα στα πέντε αυτά κερκυραϊκά πλοία. Αυτοί καταλαβαίνουν ότι θα καταλήξουν όμηροι στα χέρια των Αθηναίων και καταφεύγουν ως ικέτες στο ιερό των Διόσκουρων. Παρά τις διαβεβαιώσεις του Νικόστρατου ότι δεν κινδυνεύουν, δεν πείθονται και παραμένουν στο ιερό.
Τότε οι δημοκρατικοί με την πρόφαση ότι οι ολιγαρχικοί αρνούνται να φύγουν από την Κέρκυρα, επειδή έχουν ύποπτα σχέδια στο μυαλό τους, μπήκαν στα σπίτια τους, αφαίρεσαν τα όπλα τους και μερικούς που βρήκαν μέσα, ήταν έτοιμοι να τους σκοτώσουν, αν δεν τους εμπόδιζε ο ίδιος ο Νικόστρατος. Οι υπόλοιποι ολιγαρχικοί της πόλης, πάνω από τετρακόσια άτομα, κατέφυγαν έντρομοι στο Ηραίο. Οι δημοκρατικοί ανησύχησαν μήπως κάνουν πάλι κανένα πραξικόπημα και τους έπεισαν να τους μεταφέρουν έξω από την Κέρκυρα, στο νησάκι που ήταν απέναντι από το Ηραίο.
Τέσσερις ή πέντε μέρες αργότερα έχουμε νέα τροπή στα πράγματα. Καταπλέουν στο νησί προς ενίσχυση των ολιγαρχικών πενήντα τρία πλοία της αντίπαλης συμμαχίας, της Πελοποννησιακής.
Οι δημοκρατικοί τα χάνουν και αντιδρούν σπασμωδικά. Μολονότι οι Αθηναίοι τους συμβουλεύουν να τους αφήσουν πρώτα αυτούς να εκπλεύσουν και μετά να έρθουν κι εκείνοι με συγκεντρωμένα όλα τα πλοία τους, αυτοί επανδρώνουν όπως-όπως εξήντα πλοία και κάθε φορά που ετοιμαζόταν ένα πλοίο, το έστελναν εναντίον του εχθρού. Το αποτέλεσμα ήταν να βγαίνουν τα πλοία από το λιμάνι ασύνταχτα, δυο μάλιστα αυτομόλησαν αμέσως στον εχθρικό στόλο. Στα υπόλοιπα οι άνδρες είχαν αρχίσει τις συμπλοκές μεταξύ τους και επικρατούσε μεγάλη αναστάτωση. Βλέποντας οι Πελοποννήσιοι τι γινόταν στον κερκυραϊκό στόλο, παρέταξαν εναντίον του μόνο είκοσι πλοία. Με τα υπόλοιπα τριάντα τρία παρατάχθηκαν απέναντι στα δώδεκα αθηναϊκά πλοία, γιατί αυτά κυρίως φοβούνταν. (Στην ουσία τα αθηναϊκά πλοία ήταν δέκα, γιατί τα δύο από αυτά δεν ήταν πολεμικά, ήταν τα ιερά πλοία τους Σαλαμινία και Πάραλος). Στη ναυμαχία που ακολούθησε, νίκησε ο πελοποννησιακός στόλος.
Οι δημοκρατικοί Κερκυραίοι πανικοβάλλονται ακόμα περισσότερο. Φοβούνται ότι οι εχθροί θα κάνουν απόβαση στο νησί. Φοβούνται επίσης ότι θα ελευθερώσουν τους ικέτες ολιγαρχικούς που είναι απομονωμένοι στο νησάκι. Τους φέρνουν πάλι πίσω στο Ηραίο και παράλληλα βρίσκονται σε επιφυλακή.
Αλλά οι Πελοποννήσιοι δεν τόλμησαν να επιτεθούν. Πήραν τα δεκατρία κερκυραϊκά πλοία που είχαν αιχμαλωτίσει και απέπλευσαν στην απέναντι ακτή. Αποβιβάστηκαν στο ακρωτήριο Λευκίμμη και κατά την πάγια τακτική της εποχής, άρχισαν να καταστρέφουν τα αγροκτήματα που ανήκαν στους Κερκυραίους.
Εν τω μεταξύ οι δημοκρατικοί που περίμεναν από ώρα σε ώρα την απόβαση των Πελοποννησίων, άρχισαν τις διαπραγματεύσεις με τους ικέτες και τους άλλους ολιγαρχικούς και μερικούς τους έπεισαν να μπουν σε πλοία. Μάλιστα παρά τη σύγχυσή τους ετοίμασαν και άλλα τριάντα πλοία και ήταν σε αναμονή.
Η κατάσταση όμως άλλαξε πάλι άρδην μέσα στη νύχτα.
Ο πελοποννησιακός στόλος πήρε σήμα με τις φρυκτωρίες (φωτεινά σήματα) ότι έρχονται από τη Λευκάδα εξήντα αθηναϊκά πλοία με στρατηγό τον Ευρυμέδοντα και έφυγε άρον-άρον από την Κέρκυρα, γιατί στη θάλασσα οι Αθηναίοι ήταν ανίκητοι. Ο Ευρυμέδων καταφθάνει στην Κέρκυρα με τα εξήντα πλοία του, με τα οποία ενώνονται και τα δώδεκα του Νικόστρατου, και αναλαμβάνει την αρχηγία του αθηναϊκού στόλου. Με τις πλάτες των Αθηναίων οι δημοκρατικοί της Κέρκυρας νιώθουν τώρα πανίσχυροι.
Στο νησί εξαπλώνεται ο απόλυτος τρόμος.
Ο Νικόστρατος που ήταν διαλλακτικός είχε προσπαθήσει να συμβιβάσει τις δυο πλευρές. Ο Ευρυμέδων είχε άλλη γραμμή, δεν ήταν υπέρ της συμφιλίωσης. Η βουβή ανοχή του έπαιξε μεγάλο ρόλο στη σφαγή που ακολούθησε. Είναι επίσης πολύ πιθανό να έχασαν οι ηγέτες των δημοκρατικών τον έλεγχο του πλήθους που φέρθηκε με εκδικητική μανία εκείνες τις μέρες της σφαγής.
Οι δημοκρατικοί βγήκαν από το λιμάνι με τα τριάντα πλοία που είχαν επανδρώσει και περιέπλεαν γύρω- γύρω το νησί. Όποιους ολιγαρχικούς έπιαναν να προσπαθούν να διαφύγουν από τη θάλασσα, τους σκότωναν επί τόπου. Όσους ολιγαρχικούς είχαν πείσει προηγουμένως να μπουν στα πλοία, τους έβγαλαν και τους εκτέλεσαν κι αυτούς. Πήγαν μετά στο Ηραίο και έπεισαν περίπου πενήντα άτομα από τους ικέτες που βρίσκονταν εκεί, να περάσουν από δίκη. Τους δίκασαν και τους καταδίκασαν όλους σε θάνατο. Οι ικέτες που είχαν μείνει στο Ηραίο, κατάλαβαν ότι τους περίμενε όλους ατιμωτικός και βασανιστικός θάνατος και προτίμησαν να σκοτώσουν ο ένας τον άλλον μέσα στο ιερό. Μερικοί απαγχονίστηκαν από τα δέντρα και ο καθένας τερμάτισε τη ζωή του όπως μπορούσε.
Επί επτά μέρες, όσες έμεινε ο Ευρυμέδων με τον αθηναϊκό στόλο στο νησί, οι Κερκυραίοι σκότωναν όσους συμπολίτες τους θεωρούσαν εχθρούς με την πρόφαση ότι ήθελαν να καταλύσουν το δημοκρατικό πολίτευμα. Μερικοί έχασαν τη ζωή τους από τους προσωπικούς τους εχθρούς, άλλοι από τους οφειλέτες τους, στους οποίους είχαν δανείσει χρήματα. Όπως επί λέξει λέει ο Θουκυδίδης: «Κάθε είδους φόνοι διεπράχθησαν και τίποτα δεν παραλείφθηκε που να μην έγινε κι ακόμη περισσότερα από όσα συνηθίζονται σε τέτοιες περιστάσεις. Γιατί και πατεράδες σκότωναν τα παιδιά τους και από τα ιερά αποσπούσαν με τη βία τους ικέτες και τους σκότωναν κοντά σ΄ αυτά και μερικοί άλλοι κλείστηκαν με περιφερειακό τοίχο μέσα στο ιερό του Διονύσου και πέθαναν εκεί».
Η τραγωδία θα μπορούσε να τελειώσει εδώ. Έχει όμως και μια μικρή συνέχεια εξίσου σκληρή.
Πεντακόσιοι ολιγαρχικοί είχαν καταφέρει να περάσουν στα απέναντι ηπειρωτικά παράλια και εξορμώντας αποκεί λεηλατούσαν το νησί. Αργότερα, αφού ζήτησαν μάταια τη βοήθεια Λακεδαιμονίων και Κορινθίων, αποβιβάστηκαν στο νησί, έκαψαν τα πλοία τους, ώστε να μην έχουν ελπίδα διαφυγής, ανέβηκαν στο όρος Ιστώνη και εκεί κατασκεύασαν τείχος. Εξορμώντας από το οχυρό τους μπόρεσαν να κυριαρχήσουν σε ένα μέρος του νησιού.
Το 425 π.Χ. (δυο χρόνια δηλαδή μετά τη σφαγή), καθώς ο αθηναϊκός στόλος κατευθυνόταν στη Σικελία, έκανε στάση στην Κέρκυρα. Οι στρατηγοί Ευρυμέδων και Σοφοκλής (όχι ο ποιητής) μαζί με τους δημοκρατικούς Κερκυραίους κατέλαβαν το οχυρό της Ιστώνης και ανάγκασαν τους ολιγαρχικούς να παραδοθούν με τη συμφωνία να καταθέσουν τα όπλα τους και να δεχτούν ό,τι θα αποφάσιζε γι αυτούς ο αθηναϊκός δήμος. Μέχρι να βγει η απόφαση, μεταφέρθηκαν στο νησάκι Πτυχία υπό τον όρο ότι η συμφωνία θα ακυρωνόταν, αν κανείς δραπέτευε αποκεί.
Όμως οι ηγέτες των δημοκρατικών ήθελαν να απαλλαγούν οριστικά από τους αντιπάλους τους και ανησυχούσαν μήπως οι Αθηναίοι τούς χάριζαν τη ζωή. Τους παγίδεψαν λοιπόν ύπουλα στέλνοντάς τους κάποιους παλιούς τους φίλους, οι οποίοι τάχα εμπιστευτικά τους αποκάλυψαν ότι οι Αθηναίοι σκόπευαν να τους παραδώσουν στους δημοκρατικούς Κερκυραίους και γι αυτό ήταν καλύτερο να δραπετεύσουν. Είχαν μάλιστα αυτοί έτοιμο ένα πλοίο. Υπήρχε τέτοιο μίσος ανάμεσα σε δημοκρατικούς και ολιγαρχικούς που οι τελευταίοι δεν είχαν καμιά αμφιβολία τι τους περίμενε, αν έπεφταν στα χέρια των δημοκρατικών. Κάποιοι λοιπόν που το πίστεψαν, μπήκαν στο πλοίο. Το πλοίο συνελήφθη, όπως ήταν σχεδιασμένο, και η συμφωνία με τους Αθηναίους ακυρώθηκε. Οι Αθηναίοι παρέδωσαν τους ολιγαρχικούς στους δημοκρατικούς.
Στο σημείο αυτό ο Θουκυδίδης κατηγορεί τους αθηναίους στρατηγούς ότι έπαιξαν ρόλο στη μηχανορραφία. Επειδή επρόκειτο να συνεχίσουν το ταξίδι τους στη Σικελία, οι ολιγαρχικοί θα μεταφέρονταν στην Αθήνα από άλλους και εκείνοι θα έχαναν τη δόξα που εδικαιούντο. Προκειμένου να μη συμβεί αυτό, προτίμησαν να θυσιάσουν τους αιχμαλώτους τους.
Οι ολιγαρχικοί κλείστηκαν σ’ ένα μεγάλο οίκημα μέσα στην πόλη. Οι δημοκρατικοί τούς έβγαζαν δεμένους ανά είκοσι και τους περνούσαν μεταξύ δύο στοίχων οπλιτών, οι οποίοι τους χτυπούσαν ή τους έριχναν μαχαιριές, αν έβλεπαν ανάμεσά τους κάποιο προσωπικό τους εχθρό. Δίπλα τους βάδιζαν άλλοι που μαστίγωναν όποιον προχωρούσε αργά. Εξήντα άνδρες έχασαν με αυτό τον τρόπο τη ζωή τους, ενώ οι άλλοι που ήταν μέσα στο οίκημα νόμιζαν ότι τους έβγαζαν για να τους μεταφέρουν κάπου αλλού. Όταν τελικά κατάλαβαν τι συνέβαινε, επικαλέστηκαν την παρέμβαση των Αθηναίων και ζήτησαν να τους σκοτώσουν τουλάχιστον εκείνοι. Από το οίκημα αρνήθηκαν να βγουν. Οι δημοκρατικοί δεν παραβίασαν τις πόρτες. Ανέβηκαν στη στέγη, άνοιξαν μια τρύπα και αποκεί τους έριχναν βέλη και κεραμίδια μέχρι που τους σκότωσαν όλους.
Γράφει κατά λέξη ο Θουκυδίδης:
«Κι εκείνοι (οι ολιγαρχικοί) προφυλάσσονταν όπως μπορούσαν και πολλοί σκοτώνονταν μεταξύ τους, άλλοι μπήγοντας στο λαιμό τους τα βέλη που τους έριχναν, άλλοι απαγχονιζόμενοι με σκοινιά που έπαιρναν από κάποια κρεβάτια που υπήρχαν εκεί κι άλλοι με λουρίδες που έφτιαξαν από τα ρούχα τους. Και μέσα στη νύχτα εξοντώθηκαν όλοι με κάθε τρόπο φονευόμενοι είτε μεταξύ τους είτε από αυτούς που τους χτυπούσαν από πάνω. Όταν ξημέρωσε, οι Κερκυραίοι πέταξαν σωρηδόν τα πτώματα σε άμαξες και τα έβγαλαν έξω από την πόλη. Όσες γυναίκες συνέλαβαν μέσα στο τείχος, τις πούλησαν σκλάβες».
Θουκ. Γ, 71-81, 85 και Δ, 46-48.
Κατά την δική μου ωστόσο άποψη, με τα Κερκυραϊκά μπορεί κανείς να συγκρίνει τα σημερινά τεκταινόμενα της Συρίας, η οποία έχει οδηγηθεί σε ένα ανελέητο εμφύλιο, όχι από τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής μας, αλλά από την μια υπερδύναμη, τις ΗΠΑ και τους «συνοδοιπόρους» της Σιωνιστές Ισραηλίτες.
Παρακάτω το μέϊλ και λίγο παρακάτω το κείμενο της φιλολόγου Καίτης Βασιλάκου.
Αν απορούμε, πώς υπάρχει πιθανότητα να εξελιχθεί η σημερινή κατάσταση στην χώρα μας, όπου μεγάλα συμφέροντα κάθε είδους και προέλευσης βρήκαν ψαχνό (χρυσό, φυσικό αέριο, πετρέλαιο), την στιγμή που "δυστυχώς" αυτή η χώρα κατοικείται από Έλληνες, οι οποίοι έχουν την παράλογη απαίτηση να την θέλουν ανεξάρτητη κι ελεύθερη, η ιστορία, που έχει την κακή συνήθεια να επαναλαμβάνεται, μάς έχει δώσει ένα ακραίο και απολύτως απευκταίο παράδειγμα μέσα στο Γ' βιβλίο των Ιστοριών του Θουκυδίδη, παράγραφοι 70-82, τα γνωστά και ως "Κερκυραϊκά", τα οποία παρεμπιπτόντως αποτελούν και διδακτέα ύλη της Α΄Λυκείου. Δεδομένης μάλιστα της ανόδου της ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ και του ύποπτου ρόλου της, αφού προκαλεί με ασύνετες ενέργειες τους μουσουλμανικής καταγωγής μετανάστες λαθρό ή μη στην χώρα μας, της πόλωσης που δημιουργείται ανάμεσα στους υποστηρικτές του ευρώ κι εκείνους της επιστροφής στην δραχμή και του γεγονότος πως εντελώς πρόσφατα και ξαφνικά ιδρύεται υπερεθνικό παρατηρητήριο κρίσης από το γνωστό ανθελληνικό αμερικανοισραηλινής προέλευσης ΕΛΙΑΜΕΠ, δημιουργούνται στο μυαλό συνειρμοί που θυμίζουν ανατριχιαστικά την ωμή παρέμβαση των Αθηναίων και των Λακεδαιμονίων στα εσωτερικά της Κέρκυρας, η οποία, αν και ήταν η τρίτη ισχυρότερη ναυτική δύναμη της εποχή της, δεν ήθελε να λάβει μέρος στον Πελοποννησιακό Πόλεμο υπερ κανενός από τους δύο μεγάλους αντιπάλους. Το κείμενο που ακολουθεί προέρχεται από το blog της Καίτης Βασιλάκου: http://ketivasilakou.blogspot.gr/
Τα Κερκυραϊκά (ή πώς μπορούμε οι Έλληνες να αλληλοεξοντωθούμε)
Με τον όρο «Κερκυραϊκά» εννοούμε τις πολιτικές αναστατώσεις και τον εμφύλιο πόλεμο που ξέσπασε στην Κέρκυρα κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Πολλές θηριωδίες είχε αυτός ο πόλεμος –όπως άλλωστε όλοι οι πόλεμοι- τις οποίες ο Θουκυδίδης εξιστορεί με τη γνωστή βαρύθυμη ψυχραιμία του. Στα Κερκυραϊκά ωστόσο φαίνεται να ραγίζει κάπως αυτή η ψυχραιμία, γιατί ο ιστορικός αφήνεται να καταγράψει κάποιες απαισιόδοξες σκέψεις του, αυτές που οι φιλόλογοι θα χαρακτηρίσουν αργότερα ως «Παθολογία του πολέμου».(Βλ. σχετικό άρθρο "Η παθολογία του πολέμου", 17/10/11).
Εδώ λοιπόν θα δούμε πώς επεμβαίνουν στα εσωτερικά του νησιού οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής, οι Αθηναίοι και οι Λακεδαιμόνιοι (μαζί με τους ισχυρούς συμμάχους τους Κορίνθιους), πώς τα δύο κόμματα του νησιού, το δημοκρατικό και το ολιγαρχικό, έρχονται σε λυσσαλέα σύγκρουση μεταξύ τους με τις πλάτες του ισχυρού συμμάχου του το καθένα και πώς μετά από αλλεπάλληλες μεταπτώσεις της εξουσίας από το ένα κόμμα στο άλλο η αντιπαράθεση καταλήγει σε γενική σφαγή.
Η Κέρκυρα δεν συμμετέχει στον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Επειδή υπήρξαν παλιότερα κάποιες προστριβές με τη μητρόπολή της Κόρινθο, έχει συνάψει επιμαχία με την Αθήνα, μια δηλαδή αμυντική συμμαχία σε περίπτωση που κάποιος κάνει επίθεση στο νησί.
Διακόσιοι πενήντα Κερκυραίοι που είχαν συλληφθεί από τους Κορίνθιους παλιότερα, αφήνονται κάποια στιγμή ελεύθεροι να επιστρέψουν στο νησί τους με εγγύηση οχτακοσίων ταλάντων. Η εγγύηση ήταν για τα μάτια του κόσμου. Στην πραγματικότητα αυτοί οι Κερκυραίοι είχαν συνεννοηθεί με τους Κορίνθιους να φέρουν την Κέρκυρα στην Πελοποννησιακή Συμμαχία. Γυρίζοντας λοιπόν στο νησί έπιαναν χωριστά έναν- έναν Κερκυραίο και τον κουβέντιαζαν πώς να αποστατήσει η πόλη από τους Αθηναίους.
Τα αιματηρά γεγονότα ξεκινούν το 427 π Χ .
Ένα αθηναϊκό κι ένα κορινθιακό πλοίο με πρέσβεις καταπλέουν στο νησί και αρχίζουν οι συζητήσεις. Οι Κερκυραίοι επιλέγουν τελικά τη μέση οδό, να διατηρηθεί δηλαδή η επιμαχία με τους Αθηναίους και συγχρόνως να είναι φίλοι των Πελοποννησίων. Η απόφαση αυτή δεν αρέσει καθόλου στους ολιγαρχικούς Κερκυραίους.
Στην Κέρκυρα πρόξενος των Αθηναίων ήταν τότε ο Πειθίας, αρχηγός του δημοκρατικού κόμματος. Αυτοί οι διακόσιοι πενήντα που είχαν αφεθεί ελεύθεροι από τους Κορίνθιους τον καταγγέλλουν ότι θέλει να υποδουλώσει το νησί στους Αθηναίους. Ο Πειθίας παραπέμπεται σε δίκη και αθωώνεται. Με τη σειρά του καταγγέλλει πέντε αντιπάλους του, από τους πλουσιότερους ολιγαρχικούς, ότι έκοβαν πασσάλους από το τέμενος του Δία και του Αλκίνου, για να τους χρησιμοποιήσουν στα αμπέλια τους. Η πράξη αυτή εθεωρείτο ιεροσυλία και επέσυρε το πρόστιμο ενός στατήρα για κάθε πάσσαλο. Οι πέντε ολιγαρχικοί καταδικάζονται να πληρώσουν ένα μεγάλο ποσό, εφόσον έκοβαν πασσάλους για πολλά χρόνια και για να πετύχουν την καταβολή του σε δόσεις, καταφεύγουν ικέτες στους ναούς. Ο Πειθίας όμως πείθει τη βουλή να εφαρμόσει το νόμο.
Εκείνοι για να αποφύγουν να πληρώσουν, αλλά και επειδή είχαν πληροφορίες ότι με εισήγηση του Πειθία οι Κερκυραίοι θα έκαναν πλήρη συμμαχία με τους Αθηναίους, πήραν τα όπλα, μπήκαν απροειδοποίητα μέσα στη βουλή και σκότωσαν τον Πειθία και άλλους εξήντα περίπου βουλευτές και ιδιώτες. Με σημερινούς όρους οι ολιγαρχικοί έκαναν πραξικόπημα και έχουμε ήδη τους πρώτους νεκρούς, εξήντα βουλευτές και απλούς πολίτες του δημοκρατικού κόμματος.
Μετά τη σφαγή κάλεσαν σε συνέλευση τους Κερκυραίους και τους εξήγησαν πως ό,τι έγινε, ήταν προς το συμφέρον της πόλης. Διέλυσαν την επιμαχία με τους Αθηναίους, κήρυξαν την ουδετερότητα του νησιού και εξανάγκασαν τους πολίτες να επικυρώσουν τις αποφάσεις τους.
Εν τω μεταξύ στην Κέρκυρα κατέφθασε ένα κορινθιακό πλοίο με πρέσβεις των Λακεδαιμονίων, οι οποίοι ενημέρωσαν τους ολιγαρχικούς ότι έρχεται ναυτική βοήθεια στο νησί. Οι ολιγαρχικοί που ήταν τώρα στην εξουσία, πήραν αέρα και επιτέθηκαν κατά των δημοκρατικών. Στη μάχη που ακολούθησε, νίκησαν οι ολιγαρχικοί.
Την επομένη γίνεται πάλι μάχη και αυτή τη φορά νικούν οι δημοκρατικοί. Λίγο πριν νυχτώσει, οι ολιγαρχικοί εγκαταλείπουν τις θέσεις τους από φόβο ότι οι δημοκρατικοί θα τους εξοντώσουν όλους. Προηγουμένως έβαλαν φωτιά στην αγορά, στις κατοικίες και τα άλλα κτίσματα που υπήρχαν εκεί γύρω, έκαψαν ακόμα και τα δικά τους σπίτια, ώστε να δημιουργήσουν μια ασφαλή ζώνη γύρω τους. Έτσι κάηκαν πολλά εμπορεύματα και κινδύνεψε να καταστραφεί ολόκληρη η πόλη. Το κορινθιακό πλοίο φεύγει κρυφά.
Τώρα στα πράγματα βρίσκονται πάλι οι δημοκρατικοί.
Την άλλη μέρα έρχεται στο νησί για ενίσχυση των δημοκρατικών ο αθηναίος στρατηγός Νικόστρατος με δώδεκα πλοία και πεντακόσιους Μεσσήνιους οπλίτες. Επειδή τα πνεύματα ήταν πολύ οξυμμένα, ο Νικόστρατος προσπαθεί να συμβιβάσει τις δυο πλευρές. Οι ολιγαρχικοί που βρίσκονται σε μειονεκτική θέση, αναγκάζονται τελικά να υποχωρήσουν. Δέχονται να εισαχθούν σε δίκη οι δέκα πρωταίτιοι ολιγαρχικοί– που όμως δραπέτευσαν εν τω μεταξύ – και να συναφθεί πλήρης πλέον συμμαχία με την Αθήνα.
Τα πράγματα δείχνουν να ηρεμούν, οι δημοκρατικοί έχουν πάρει την εξουσία με τη βοήθεια των Αθηναίων και η Κέρκυρα ανήκει πλέον κανονικά στην Αθηναϊκή Συμμαχία. Ο Νικόστρατος ετοιμάζεται να αποπλεύσει, αφού κατάφερε να διευθετήσει την κατάσταση σύμφωνα με τα συμφέροντα της Αθήνας.
Οι δημοκρατικοί Κερκυραίοι όμως θέλουν να απαλλαγούν από μερικούς επικίνδυνους ολιγαρχικούς. Προτείνουν στο Νικόστρατο να αφήσει εκεί πέντε αθηναϊκά πλοία, για να μη μπορούν οι ολιγαρχικοί να κινηθούν ύποπτα και στη θέση τους να στείλουν εκείνοι πέντε κερκυραϊκά. Ο Νικόστρατος δέχεται και τότε οι δημοκρατικοί καλούν τους πολιτικούς τους αντιπάλους να μπουν ως πλήρωμα στα πέντε αυτά κερκυραϊκά πλοία. Αυτοί καταλαβαίνουν ότι θα καταλήξουν όμηροι στα χέρια των Αθηναίων και καταφεύγουν ως ικέτες στο ιερό των Διόσκουρων. Παρά τις διαβεβαιώσεις του Νικόστρατου ότι δεν κινδυνεύουν, δεν πείθονται και παραμένουν στο ιερό.
Τότε οι δημοκρατικοί με την πρόφαση ότι οι ολιγαρχικοί αρνούνται να φύγουν από την Κέρκυρα, επειδή έχουν ύποπτα σχέδια στο μυαλό τους, μπήκαν στα σπίτια τους, αφαίρεσαν τα όπλα τους και μερικούς που βρήκαν μέσα, ήταν έτοιμοι να τους σκοτώσουν, αν δεν τους εμπόδιζε ο ίδιος ο Νικόστρατος. Οι υπόλοιποι ολιγαρχικοί της πόλης, πάνω από τετρακόσια άτομα, κατέφυγαν έντρομοι στο Ηραίο. Οι δημοκρατικοί ανησύχησαν μήπως κάνουν πάλι κανένα πραξικόπημα και τους έπεισαν να τους μεταφέρουν έξω από την Κέρκυρα, στο νησάκι που ήταν απέναντι από το Ηραίο.
Τέσσερις ή πέντε μέρες αργότερα έχουμε νέα τροπή στα πράγματα. Καταπλέουν στο νησί προς ενίσχυση των ολιγαρχικών πενήντα τρία πλοία της αντίπαλης συμμαχίας, της Πελοποννησιακής.
Οι δημοκρατικοί τα χάνουν και αντιδρούν σπασμωδικά. Μολονότι οι Αθηναίοι τους συμβουλεύουν να τους αφήσουν πρώτα αυτούς να εκπλεύσουν και μετά να έρθουν κι εκείνοι με συγκεντρωμένα όλα τα πλοία τους, αυτοί επανδρώνουν όπως-όπως εξήντα πλοία και κάθε φορά που ετοιμαζόταν ένα πλοίο, το έστελναν εναντίον του εχθρού. Το αποτέλεσμα ήταν να βγαίνουν τα πλοία από το λιμάνι ασύνταχτα, δυο μάλιστα αυτομόλησαν αμέσως στον εχθρικό στόλο. Στα υπόλοιπα οι άνδρες είχαν αρχίσει τις συμπλοκές μεταξύ τους και επικρατούσε μεγάλη αναστάτωση. Βλέποντας οι Πελοποννήσιοι τι γινόταν στον κερκυραϊκό στόλο, παρέταξαν εναντίον του μόνο είκοσι πλοία. Με τα υπόλοιπα τριάντα τρία παρατάχθηκαν απέναντι στα δώδεκα αθηναϊκά πλοία, γιατί αυτά κυρίως φοβούνταν. (Στην ουσία τα αθηναϊκά πλοία ήταν δέκα, γιατί τα δύο από αυτά δεν ήταν πολεμικά, ήταν τα ιερά πλοία τους Σαλαμινία και Πάραλος). Στη ναυμαχία που ακολούθησε, νίκησε ο πελοποννησιακός στόλος.
Οι δημοκρατικοί Κερκυραίοι πανικοβάλλονται ακόμα περισσότερο. Φοβούνται ότι οι εχθροί θα κάνουν απόβαση στο νησί. Φοβούνται επίσης ότι θα ελευθερώσουν τους ικέτες ολιγαρχικούς που είναι απομονωμένοι στο νησάκι. Τους φέρνουν πάλι πίσω στο Ηραίο και παράλληλα βρίσκονται σε επιφυλακή.
Αλλά οι Πελοποννήσιοι δεν τόλμησαν να επιτεθούν. Πήραν τα δεκατρία κερκυραϊκά πλοία που είχαν αιχμαλωτίσει και απέπλευσαν στην απέναντι ακτή. Αποβιβάστηκαν στο ακρωτήριο Λευκίμμη και κατά την πάγια τακτική της εποχής, άρχισαν να καταστρέφουν τα αγροκτήματα που ανήκαν στους Κερκυραίους.
Εν τω μεταξύ οι δημοκρατικοί που περίμεναν από ώρα σε ώρα την απόβαση των Πελοποννησίων, άρχισαν τις διαπραγματεύσεις με τους ικέτες και τους άλλους ολιγαρχικούς και μερικούς τους έπεισαν να μπουν σε πλοία. Μάλιστα παρά τη σύγχυσή τους ετοίμασαν και άλλα τριάντα πλοία και ήταν σε αναμονή.
Η κατάσταση όμως άλλαξε πάλι άρδην μέσα στη νύχτα.
Ο πελοποννησιακός στόλος πήρε σήμα με τις φρυκτωρίες (φωτεινά σήματα) ότι έρχονται από τη Λευκάδα εξήντα αθηναϊκά πλοία με στρατηγό τον Ευρυμέδοντα και έφυγε άρον-άρον από την Κέρκυρα, γιατί στη θάλασσα οι Αθηναίοι ήταν ανίκητοι. Ο Ευρυμέδων καταφθάνει στην Κέρκυρα με τα εξήντα πλοία του, με τα οποία ενώνονται και τα δώδεκα του Νικόστρατου, και αναλαμβάνει την αρχηγία του αθηναϊκού στόλου. Με τις πλάτες των Αθηναίων οι δημοκρατικοί της Κέρκυρας νιώθουν τώρα πανίσχυροι.
Στο νησί εξαπλώνεται ο απόλυτος τρόμος.
Ο Νικόστρατος που ήταν διαλλακτικός είχε προσπαθήσει να συμβιβάσει τις δυο πλευρές. Ο Ευρυμέδων είχε άλλη γραμμή, δεν ήταν υπέρ της συμφιλίωσης. Η βουβή ανοχή του έπαιξε μεγάλο ρόλο στη σφαγή που ακολούθησε. Είναι επίσης πολύ πιθανό να έχασαν οι ηγέτες των δημοκρατικών τον έλεγχο του πλήθους που φέρθηκε με εκδικητική μανία εκείνες τις μέρες της σφαγής.
Οι δημοκρατικοί βγήκαν από το λιμάνι με τα τριάντα πλοία που είχαν επανδρώσει και περιέπλεαν γύρω- γύρω το νησί. Όποιους ολιγαρχικούς έπιαναν να προσπαθούν να διαφύγουν από τη θάλασσα, τους σκότωναν επί τόπου. Όσους ολιγαρχικούς είχαν πείσει προηγουμένως να μπουν στα πλοία, τους έβγαλαν και τους εκτέλεσαν κι αυτούς. Πήγαν μετά στο Ηραίο και έπεισαν περίπου πενήντα άτομα από τους ικέτες που βρίσκονταν εκεί, να περάσουν από δίκη. Τους δίκασαν και τους καταδίκασαν όλους σε θάνατο. Οι ικέτες που είχαν μείνει στο Ηραίο, κατάλαβαν ότι τους περίμενε όλους ατιμωτικός και βασανιστικός θάνατος και προτίμησαν να σκοτώσουν ο ένας τον άλλον μέσα στο ιερό. Μερικοί απαγχονίστηκαν από τα δέντρα και ο καθένας τερμάτισε τη ζωή του όπως μπορούσε.
Επί επτά μέρες, όσες έμεινε ο Ευρυμέδων με τον αθηναϊκό στόλο στο νησί, οι Κερκυραίοι σκότωναν όσους συμπολίτες τους θεωρούσαν εχθρούς με την πρόφαση ότι ήθελαν να καταλύσουν το δημοκρατικό πολίτευμα. Μερικοί έχασαν τη ζωή τους από τους προσωπικούς τους εχθρούς, άλλοι από τους οφειλέτες τους, στους οποίους είχαν δανείσει χρήματα. Όπως επί λέξει λέει ο Θουκυδίδης: «Κάθε είδους φόνοι διεπράχθησαν και τίποτα δεν παραλείφθηκε που να μην έγινε κι ακόμη περισσότερα από όσα συνηθίζονται σε τέτοιες περιστάσεις. Γιατί και πατεράδες σκότωναν τα παιδιά τους και από τα ιερά αποσπούσαν με τη βία τους ικέτες και τους σκότωναν κοντά σ΄ αυτά και μερικοί άλλοι κλείστηκαν με περιφερειακό τοίχο μέσα στο ιερό του Διονύσου και πέθαναν εκεί».
Η τραγωδία θα μπορούσε να τελειώσει εδώ. Έχει όμως και μια μικρή συνέχεια εξίσου σκληρή.
Πεντακόσιοι ολιγαρχικοί είχαν καταφέρει να περάσουν στα απέναντι ηπειρωτικά παράλια και εξορμώντας αποκεί λεηλατούσαν το νησί. Αργότερα, αφού ζήτησαν μάταια τη βοήθεια Λακεδαιμονίων και Κορινθίων, αποβιβάστηκαν στο νησί, έκαψαν τα πλοία τους, ώστε να μην έχουν ελπίδα διαφυγής, ανέβηκαν στο όρος Ιστώνη και εκεί κατασκεύασαν τείχος. Εξορμώντας από το οχυρό τους μπόρεσαν να κυριαρχήσουν σε ένα μέρος του νησιού.
Το 425 π.Χ. (δυο χρόνια δηλαδή μετά τη σφαγή), καθώς ο αθηναϊκός στόλος κατευθυνόταν στη Σικελία, έκανε στάση στην Κέρκυρα. Οι στρατηγοί Ευρυμέδων και Σοφοκλής (όχι ο ποιητής) μαζί με τους δημοκρατικούς Κερκυραίους κατέλαβαν το οχυρό της Ιστώνης και ανάγκασαν τους ολιγαρχικούς να παραδοθούν με τη συμφωνία να καταθέσουν τα όπλα τους και να δεχτούν ό,τι θα αποφάσιζε γι αυτούς ο αθηναϊκός δήμος. Μέχρι να βγει η απόφαση, μεταφέρθηκαν στο νησάκι Πτυχία υπό τον όρο ότι η συμφωνία θα ακυρωνόταν, αν κανείς δραπέτευε αποκεί.
Όμως οι ηγέτες των δημοκρατικών ήθελαν να απαλλαγούν οριστικά από τους αντιπάλους τους και ανησυχούσαν μήπως οι Αθηναίοι τούς χάριζαν τη ζωή. Τους παγίδεψαν λοιπόν ύπουλα στέλνοντάς τους κάποιους παλιούς τους φίλους, οι οποίοι τάχα εμπιστευτικά τους αποκάλυψαν ότι οι Αθηναίοι σκόπευαν να τους παραδώσουν στους δημοκρατικούς Κερκυραίους και γι αυτό ήταν καλύτερο να δραπετεύσουν. Είχαν μάλιστα αυτοί έτοιμο ένα πλοίο. Υπήρχε τέτοιο μίσος ανάμεσα σε δημοκρατικούς και ολιγαρχικούς που οι τελευταίοι δεν είχαν καμιά αμφιβολία τι τους περίμενε, αν έπεφταν στα χέρια των δημοκρατικών. Κάποιοι λοιπόν που το πίστεψαν, μπήκαν στο πλοίο. Το πλοίο συνελήφθη, όπως ήταν σχεδιασμένο, και η συμφωνία με τους Αθηναίους ακυρώθηκε. Οι Αθηναίοι παρέδωσαν τους ολιγαρχικούς στους δημοκρατικούς.
Στο σημείο αυτό ο Θουκυδίδης κατηγορεί τους αθηναίους στρατηγούς ότι έπαιξαν ρόλο στη μηχανορραφία. Επειδή επρόκειτο να συνεχίσουν το ταξίδι τους στη Σικελία, οι ολιγαρχικοί θα μεταφέρονταν στην Αθήνα από άλλους και εκείνοι θα έχαναν τη δόξα που εδικαιούντο. Προκειμένου να μη συμβεί αυτό, προτίμησαν να θυσιάσουν τους αιχμαλώτους τους.
Οι ολιγαρχικοί κλείστηκαν σ’ ένα μεγάλο οίκημα μέσα στην πόλη. Οι δημοκρατικοί τούς έβγαζαν δεμένους ανά είκοσι και τους περνούσαν μεταξύ δύο στοίχων οπλιτών, οι οποίοι τους χτυπούσαν ή τους έριχναν μαχαιριές, αν έβλεπαν ανάμεσά τους κάποιο προσωπικό τους εχθρό. Δίπλα τους βάδιζαν άλλοι που μαστίγωναν όποιον προχωρούσε αργά. Εξήντα άνδρες έχασαν με αυτό τον τρόπο τη ζωή τους, ενώ οι άλλοι που ήταν μέσα στο οίκημα νόμιζαν ότι τους έβγαζαν για να τους μεταφέρουν κάπου αλλού. Όταν τελικά κατάλαβαν τι συνέβαινε, επικαλέστηκαν την παρέμβαση των Αθηναίων και ζήτησαν να τους σκοτώσουν τουλάχιστον εκείνοι. Από το οίκημα αρνήθηκαν να βγουν. Οι δημοκρατικοί δεν παραβίασαν τις πόρτες. Ανέβηκαν στη στέγη, άνοιξαν μια τρύπα και αποκεί τους έριχναν βέλη και κεραμίδια μέχρι που τους σκότωσαν όλους.
Γράφει κατά λέξη ο Θουκυδίδης:
«Κι εκείνοι (οι ολιγαρχικοί) προφυλάσσονταν όπως μπορούσαν και πολλοί σκοτώνονταν μεταξύ τους, άλλοι μπήγοντας στο λαιμό τους τα βέλη που τους έριχναν, άλλοι απαγχονιζόμενοι με σκοινιά που έπαιρναν από κάποια κρεβάτια που υπήρχαν εκεί κι άλλοι με λουρίδες που έφτιαξαν από τα ρούχα τους. Και μέσα στη νύχτα εξοντώθηκαν όλοι με κάθε τρόπο φονευόμενοι είτε μεταξύ τους είτε από αυτούς που τους χτυπούσαν από πάνω. Όταν ξημέρωσε, οι Κερκυραίοι πέταξαν σωρηδόν τα πτώματα σε άμαξες και τα έβγαλαν έξω από την πόλη. Όσες γυναίκες συνέλαβαν μέσα στο τείχος, τις πούλησαν σκλάβες».
Θουκ. Γ, 71-81, 85 και Δ, 46-48.
Keine Kommentare:
Kommentar veröffentlichen
καλημέρα και καλά σχόλια: