Ο Καζιμίρ Μαλέβιτς (1879 - 1935) ήταν Ρώσος ζωγράφος. Θεωρείται πρωτοπόρος της γεωμετρικής αφηρημένης τέχνης και ο δημιουργός των Avant-garde κινημάτων του Σουπρεματισμού και του Κονστρουκτιβισμού.
Το Έργο του «το μαύρο τετράγωνο» δέχτηκε τις περισσότερες επιθέσεις και κριτικές αλλά και τις περισσότερες ερμηνείες. Σήμερα 99 χρόνια μετά την έκθεση του, θεωρείται ως το πιο αναγνωρίσιμο σύμβολο της ρωσικής πρωτοπορίας.
Στην πρώτη έκθεση το μαύρο τετράγωνο τοποθετήθηκε, με επέμβαση του ίδιου του καλλιτέχνη , στην ένωση δύο τοίχων, ψηλά σε μια γωνία της αίθουσας, από όπου δέσποζε με την σκληρή και απέριττη μορφή του δίνοντας την αίσθηση της ύπαρξης μιας Βυζαντινής Παναγίας, όχι μόνο επειδή μια τέτοια θέση υποδηλώνει την θέση του εικονοστασίου.
Γιατί βυζαντινή και γιατί Παναγία, ερμηνεύεται με εκπληκτική εφευρετικότητα και με εξαιρετική ανάλυση της Βυζαντινής Τέχνης από τον Γιάννη Ζιώγα στο βιβλίο του «Ο Βυζαντινός Μάλεβιτς».
Το Βυζάντιο είναι η πιο παρεξηγημένη περίοδος της ιστορίας μας, όπου οι τύψεις των Φράγκων εμπόδισαν ακόμα και τον Μπρωντέλ να της προσδώσει την λάμψη που της αναλογεί.
Είναι τόσο χαλασμένη η σκέψη αυτής της σχολής, που προτιμούν να δώσουν υπερβολική αξία στον Αραβικό πολιτισμό και παράλληλα να μηδενίσουν και αμαυρώσουν την πιο λαμπρή περίοδο όχι μόνο του Ελληνικού, αλλά ολάκερου του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Ευτυχώς που δεν έχει λείψει και η άλλη σχολή, η οποία αποδίδει δίκαια στο Βυζάντιο την αίγλη που του ανήκει, ξαφνιάζοντας μας μάλιστα με την απολυτότητα της, περί του αντιθέτου.
Έτσι ο Ράνσιμαν, θεωρεί ότι η Βυζαντινή Τέχνη ήταν από τις μεγαλύτερες σχολές τέχνης παγκοσμίως, ενώ ο Κλάιβ Μπελ δηλώνει ότι «η εποχή από τον Τζιότο (1267 - 1337) μέχρι τον Σαιζάν((1839 – 1906) δεν είναι παρά μια παρατεταμένη παρακμή της τέχνης».
Σύμφωνα με τον Μπέλ, η Τέχνη του Τζιότο είναι κατώτερη της Βυζαντινής του ενδέκατου και δωδέκατου αιώνα και καταλήγει ότι «ήδη το 1913 φαίνεται ότι κατάφεραν να φτιάξουν φόρμες που εξέφραζαν τις ευαισθησίες της νεότερης γενιάς, αν και τα έργα τους δεν αποδεικνύουν ότι βρισκόμαστε εκεί που βρισκόταν η πρώιμη βυζαντινή τέχνη».
Ο Γιάννης Ζιώγας, προκειμένου να ερμηνεύσει την Βυζαντινή Παναγία που συμβολίζει το μαύρο τετράγωνο, προσφεύγει στην ανάλυση ενός βυζαντινού έργου.
Η βυζαντινή εικόνα μέχρι να φτάσει στην τελική της μορφή διατρέχει διακριτά επίπεδα ζωγραφικής, τα οποία ο ίδιος τα παρουσιάζει ως πέπλα που πέφτουν το ένα μετά το άλλο μέχρι την τελική διαμόρφωση της εικόνας. Το πρώτο στάδιο είναι η επιλογή και διαμόρφωση του ξύλου. Ακολουθεί η επικόλληση του καμβά, λέξη που προέρχεται από τον κάμπο, αφού η επίστρωση του ξύλου στην δεύτερη φάση λέγεται κάμπος και συνεχίζεται από επίπεδο σε επίπεδο μέχρι την τελική μορφή της εικόνας που όπως αντιλαμβάνεστε είναι το πλαίσιο.
Πώς λοιπόν ένα μαύρο τετράγωνο σε άσπρο πλαίσιο, με την μέθοδο της αναίρεσης των βυζαντινών επιπέδων μιας εικόνας καταλήγει να παριστά το απόλυτο μιας θείας ουσίας, είναι ένα ζήτημα που ο Ζιώγας εξηγεί αρκούντως στην μελέτη του και που εγώ δυσκολεύομαι να επαναλάβω με δικά μου λόγια.
Τελικώς, τελειώνοντας το βιβλίο κατάλαβα, ότι την επόμενη φορά που θα κοιτάξω ένα βυζαντινό έργο θα έχω ίσως την δυνατότητα να το διαβάσω έτσι όπως μου εξήγησε ο Γ. Ζιώγας.
« Η Βυζαντινή εικόνα προκύπτει από επικαλυπτόμενα επίπεδα που λειτουργούν σαν αραχνοΰφαντα πέπλα που είναι κρεμασμένα το ένα πίσω από το άλλο κι αν θέλω να κατανοήσω την παράσταση, πρέπει να προχωρήσω παραμερίζοντας το ένα μετά το άλλο, μέχρι να φτάσω σε μια χρυσή σφραγισμένη πόρτα: τον κάμπο»
Δεν είναι το μαύρο τετράγωνο που με συγκίνησε διαβάζοντας αυτό το ολιγοσέλιδο δοκίμιο περί της Βυζαντινής Τέχνης, αλλά η επίγνωση για άλλη μια φορά ότι η Ελλάδα μέχρι το 1453 που σταμάτησε να κτυπάει η καρδιά της για 400 χρόνια φώτισε ολόκληρο τον πλανήτη, με τα πιο υπέροχα φώτα που φώτισαν όχι μόνο λεωφόρους της ανθρώπινης σκέψης, αλλά και κάθε μικρό δρομάκι και σοκάκι, τόσο που δεν άφησε κανέναν άλλον λαό να σταθεί ισάξια στο πλάι της.
Είναι λοιπόν να μην αναφωνήσει όλο αγανάκτηση ο Γερμανός δομινικανός Γουλιέλμος Ανταμ το 1333:
«Εξαιρώντας το γεγονός ότι τα ελληνικά είναι μια από τις τρεις γλώσσες στις οποίες ανεγράφη πάνω στο σταυρό ο τίτλος του εσταυρωμένου μας Κυρίου, θα συμβούλευα κατά το δέον και κατά το σώφρον αυτή η γλώσσα να εξαλειφθεί τελείως", σκεφτόμενος ότι έτσι θα εξαφάνιζε και τα ίχνη ενός πολιτισμού που έπεφτε πολλά βαρύς για την βάρβαρη Δύση!
Ωστόσο, δεν λείπουν και εκείνες οι φωνές όπως του Montague Rhodes James, που πριν τριάντα χρόνια αναφέρθηκε σε «εκείνο το ευρύτατο αντικείμενο, που έχει την ανάγκη ενός ικανού ιστορικού, ήτοι την ιστορία της ελληνικής παιδείας στην Δυτική Ευρώπης από το 500 έως το 1500».
Το Έργο του «το μαύρο τετράγωνο» δέχτηκε τις περισσότερες επιθέσεις και κριτικές αλλά και τις περισσότερες ερμηνείες. Σήμερα 99 χρόνια μετά την έκθεση του, θεωρείται ως το πιο αναγνωρίσιμο σύμβολο της ρωσικής πρωτοπορίας.
Στην πρώτη έκθεση το μαύρο τετράγωνο τοποθετήθηκε, με επέμβαση του ίδιου του καλλιτέχνη , στην ένωση δύο τοίχων, ψηλά σε μια γωνία της αίθουσας, από όπου δέσποζε με την σκληρή και απέριττη μορφή του δίνοντας την αίσθηση της ύπαρξης μιας Βυζαντινής Παναγίας, όχι μόνο επειδή μια τέτοια θέση υποδηλώνει την θέση του εικονοστασίου.
Γιατί βυζαντινή και γιατί Παναγία, ερμηνεύεται με εκπληκτική εφευρετικότητα και με εξαιρετική ανάλυση της Βυζαντινής Τέχνης από τον Γιάννη Ζιώγα στο βιβλίο του «Ο Βυζαντινός Μάλεβιτς».
Το Βυζάντιο είναι η πιο παρεξηγημένη περίοδος της ιστορίας μας, όπου οι τύψεις των Φράγκων εμπόδισαν ακόμα και τον Μπρωντέλ να της προσδώσει την λάμψη που της αναλογεί.
Είναι τόσο χαλασμένη η σκέψη αυτής της σχολής, που προτιμούν να δώσουν υπερβολική αξία στον Αραβικό πολιτισμό και παράλληλα να μηδενίσουν και αμαυρώσουν την πιο λαμπρή περίοδο όχι μόνο του Ελληνικού, αλλά ολάκερου του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Ευτυχώς που δεν έχει λείψει και η άλλη σχολή, η οποία αποδίδει δίκαια στο Βυζάντιο την αίγλη που του ανήκει, ξαφνιάζοντας μας μάλιστα με την απολυτότητα της, περί του αντιθέτου.
Έτσι ο Ράνσιμαν, θεωρεί ότι η Βυζαντινή Τέχνη ήταν από τις μεγαλύτερες σχολές τέχνης παγκοσμίως, ενώ ο Κλάιβ Μπελ δηλώνει ότι «η εποχή από τον Τζιότο (1267 - 1337) μέχρι τον Σαιζάν((1839 – 1906) δεν είναι παρά μια παρατεταμένη παρακμή της τέχνης».
Σύμφωνα με τον Μπέλ, η Τέχνη του Τζιότο είναι κατώτερη της Βυζαντινής του ενδέκατου και δωδέκατου αιώνα και καταλήγει ότι «ήδη το 1913 φαίνεται ότι κατάφεραν να φτιάξουν φόρμες που εξέφραζαν τις ευαισθησίες της νεότερης γενιάς, αν και τα έργα τους δεν αποδεικνύουν ότι βρισκόμαστε εκεί που βρισκόταν η πρώιμη βυζαντινή τέχνη».
Ο Γιάννης Ζιώγας, προκειμένου να ερμηνεύσει την Βυζαντινή Παναγία που συμβολίζει το μαύρο τετράγωνο, προσφεύγει στην ανάλυση ενός βυζαντινού έργου.
Η βυζαντινή εικόνα μέχρι να φτάσει στην τελική της μορφή διατρέχει διακριτά επίπεδα ζωγραφικής, τα οποία ο ίδιος τα παρουσιάζει ως πέπλα που πέφτουν το ένα μετά το άλλο μέχρι την τελική διαμόρφωση της εικόνας. Το πρώτο στάδιο είναι η επιλογή και διαμόρφωση του ξύλου. Ακολουθεί η επικόλληση του καμβά, λέξη που προέρχεται από τον κάμπο, αφού η επίστρωση του ξύλου στην δεύτερη φάση λέγεται κάμπος και συνεχίζεται από επίπεδο σε επίπεδο μέχρι την τελική μορφή της εικόνας που όπως αντιλαμβάνεστε είναι το πλαίσιο.
Πώς λοιπόν ένα μαύρο τετράγωνο σε άσπρο πλαίσιο, με την μέθοδο της αναίρεσης των βυζαντινών επιπέδων μιας εικόνας καταλήγει να παριστά το απόλυτο μιας θείας ουσίας, είναι ένα ζήτημα που ο Ζιώγας εξηγεί αρκούντως στην μελέτη του και που εγώ δυσκολεύομαι να επαναλάβω με δικά μου λόγια.
Τελικώς, τελειώνοντας το βιβλίο κατάλαβα, ότι την επόμενη φορά που θα κοιτάξω ένα βυζαντινό έργο θα έχω ίσως την δυνατότητα να το διαβάσω έτσι όπως μου εξήγησε ο Γ. Ζιώγας.
« Η Βυζαντινή εικόνα προκύπτει από επικαλυπτόμενα επίπεδα που λειτουργούν σαν αραχνοΰφαντα πέπλα που είναι κρεμασμένα το ένα πίσω από το άλλο κι αν θέλω να κατανοήσω την παράσταση, πρέπει να προχωρήσω παραμερίζοντας το ένα μετά το άλλο, μέχρι να φτάσω σε μια χρυσή σφραγισμένη πόρτα: τον κάμπο»
Δεν είναι το μαύρο τετράγωνο που με συγκίνησε διαβάζοντας αυτό το ολιγοσέλιδο δοκίμιο περί της Βυζαντινής Τέχνης, αλλά η επίγνωση για άλλη μια φορά ότι η Ελλάδα μέχρι το 1453 που σταμάτησε να κτυπάει η καρδιά της για 400 χρόνια φώτισε ολόκληρο τον πλανήτη, με τα πιο υπέροχα φώτα που φώτισαν όχι μόνο λεωφόρους της ανθρώπινης σκέψης, αλλά και κάθε μικρό δρομάκι και σοκάκι, τόσο που δεν άφησε κανέναν άλλον λαό να σταθεί ισάξια στο πλάι της.
Είναι λοιπόν να μην αναφωνήσει όλο αγανάκτηση ο Γερμανός δομινικανός Γουλιέλμος Ανταμ το 1333:
«Εξαιρώντας το γεγονός ότι τα ελληνικά είναι μια από τις τρεις γλώσσες στις οποίες ανεγράφη πάνω στο σταυρό ο τίτλος του εσταυρωμένου μας Κυρίου, θα συμβούλευα κατά το δέον και κατά το σώφρον αυτή η γλώσσα να εξαλειφθεί τελείως", σκεφτόμενος ότι έτσι θα εξαφάνιζε και τα ίχνη ενός πολιτισμού που έπεφτε πολλά βαρύς για την βάρβαρη Δύση!
Ωστόσο, δεν λείπουν και εκείνες οι φωνές όπως του Montague Rhodes James, που πριν τριάντα χρόνια αναφέρθηκε σε «εκείνο το ευρύτατο αντικείμενο, που έχει την ανάγκη ενός ικανού ιστορικού, ήτοι την ιστορία της ελληνικής παιδείας στην Δυτική Ευρώπης από το 500 έως το 1500».
Keine Kommentare:
Kommentar veröffentlichen
καλημέρα και καλά σχόλια: